- συναιτιότης
- (-ητος) η сопричастность; сообщничество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναιτιότητα — η, Ν (νομ.) η ιδιότητα τού συναιτίου, το να είναι κανείς συναίτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναίτιος. Η λ., στον λόγιο τ. συναιτιότης, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek